Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἱππικός
ἵππιος
ἱππιοχαίτης
ἱππιοχάρμης
ἱπποβᾱ́μων
ἱπποβάτης
ἱπποβότης
ἱππόβοτος
ἱπποβουκόλος
ἱππόδαμος
ἱπποδάσεια
ἱππόδεσμα
ἱπποδέτης
ἱπποδῑ́νητος
ἱπποδιώκτᾱς
ἱπποδρομίᾱ
ἱπποδρόμιος
ἱπποδρόμος
ἱππόδρομος
ἱππόθεν
ἱπποθόρος
View word page
ἱππο-δάσεια
ἱπποδάσειαείηςIon.fem.adjδασύς of a helmetwith horsehair crestHom.

ShortDef

bushy with horse-hair

Debugging

Headword:
ἱπποδάσεια
Headword (normalized):
ἱπποδάσεια
Headword (normalized/stripped):
ιπποδασεια
IDX:
18479
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18480
Key:
ἱπποδάσεια

Data

{'headword_display': '<b>ἱππο-δάσεια</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἱππο<hyph/>δάσεια</HL><Infl>είης</Infl><PS>Ion.fem.adj</PS><Ety><Ref>δασύς</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a helmet</Indic><Tr>with horsehair crest</Tr><Au>Hom.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἱπποδάσεια'}