Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἱππημολγός
ἱππιάναξ
ἱππικός
ἵππιος
ἱππιοχαίτης
ἱππιοχάρμης
ἱπποβᾱ́μων
ἱπποβάτης
ἱπποβότης
ἱππόβοτος
ἱπποβουκόλος
ἱππόδαμος
ἱπποδάσεια
ἱππόδεσμα
ἱπποδέτης
ἱπποδῑ́νητος
ἱπποδιώκτᾱς
ἱπποδρομίᾱ
ἱπποδρόμιος
ἱπποδρόμος
ἱππόδρομος
View word page
ἱππο-βουκόλος
ἱπποβουκόλοςουm horse-herder E.

ShortDef

a horse-herd, horse-keeper

Debugging

Headword:
ἱπποβουκόλος
Headword (normalized):
ἱπποβουκόλος
Headword (normalized/stripped):
ιπποβουκολος
IDX:
18477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18478
Key:
ἱπποβουκόλος

Data

{'headword_display': '<b>ἱππο-βουκόλος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἱππο<hyph/>βουκόλος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>horse-herder</Tr><Au> E.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἱπποβουκόλος'}