Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἱππηγός
ἱππηδόν
ἱππηλάσιος
ἱππηλατέω
ἱππηλάτης
ἱππήλατος
ἱππημολγός
ἱππιάναξ
ἱππικός
ἵππιος
ἱππιοχαίτης
ἱππιοχάρμης
ἱπποβᾱ́μων
ἱπποβάτης
ἱπποβότης
ἱππόβοτος
ἱπποβουκόλος
ἱππόδαμος
ἱπποδάσεια
ἱππόδεσμα
ἱπποδέτης
View word page
ἱππιο-χαίτης
ἱππιοχαίτηςουmasc.adjχαίτη of a helmet-crestof horsehairIl.

ShortDef

shaggy with horse-hair

Debugging

Headword:
ἱππιοχαίτης
Headword (normalized):
ἱππιοχαίτης
Headword (normalized/stripped):
ιππιοχαιτης
IDX:
18471
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18472
Key:
ἱππιοχαίτης

Data

{'headword_display': '<b>ἱππιο-χαίτης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἱππιο<hyph/>χαίτης</HL><Infl>ου</Infl><PS>masc.adj</PS><Ety><Ref>χαίτη</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>of a helmet-crest</Indic><Tr>of horsehair</Tr><Au>Il.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἱππιοχαίτης'}