Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἱππαρμοστής
ἱππαρχέω
ἱππάρχης
ἱππαρχίᾱ
ἱππαρχικός
ἵππαρχος
ἱππάς
ἱππασίᾱ
ἱππάσιμος
ἱππαστής
ἱππαστικός
ἱππάστρια
ἱππείᾱ
ἵππειος
ἵππερος
ἵππευμα
ἱππεύς
ἱππευτής
ἱππεύω
ἱππηγός
ἱππηδόν
View word page
ἱππαστικός
ἱππαστικόςή όνadjof a personfond of ridingPlu.

ShortDef

fond of riding

Debugging

Headword:
ἱππαστικός
Headword (normalized):
ἱππαστικός
Headword (normalized/stripped):
ιππαστικος
IDX:
18452
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18453
Key:
ἱππαστικός

Data

{'headword_display': '<b>ἱππαστικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἱππαστικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>fond of riding</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἱππαστικός'}