Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀποξυρέω
ἀποξῡστρόομαι
ἀποξῡ́ω
ἀποπάλλομαι
ἀποπαπταίνω
ἀποπατέω
ἀπόπατος
ἀποπαύω
ἀπόπειρα
ἀποπειράομαι
ἀποπέκομαι
ἀποπελεκάω
ἀποπέμπω
ἀπόπεμψις
ἀποπενθέω
ἀποπεράω
ἀποπέρδομαι
ἀποπερκόομαι
ᾱ̓ποπέσῃσι
ἀποπέτομαι
ἀποπεφασμένως
View word page
ἀπο-πέκομαι
ἀποπέκομαιmid.vb thoroughly combone's hairCall.tm.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποπέκομαι
Headword (normalized):
ἀποπέκομαι
Headword (normalized/stripped):
αποπεκομαι
IDX:
183
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-184
Key:
ἀποπέκομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἀπο-πέκομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>ἀπο<hyph/>πέκομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>thoroughly comb</Tr><Obj>one's hair<Au>Call.<LblR>tm.</LblR></Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'ἀποπέκομαι'}