Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ῑ̔μάω
ῑ̔μείρω
ἴμεν
ῑ̔μεράμπυξ
ῑ̔μερόγυιος
ῑ̔μερόεις
ῑ̔́μερος
ῑ̔μερόφωνος
ῑ̓μέρρω
ῑ̔μερτός
ῑ̔μονιᾱ́
ῑ̔μονιοστρόφος
ἵν
ἵνα
Ῑ̓́ναχος
ἰνδάλλομαι
Ἰνδός
ῑ̓νίον
ἶνις
Ῑ̓νώ
ῑ̓νώδης
View word page
ῑ̔μονιᾱ́
ῑ̔μονιᾱ́ᾶςfῑ̔μάω well-ropefig.ref. to a long turdAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ῑ̔μονιᾱ́
Headword (normalized):
ῑ̔μονιᾱ́
Headword (normalized/stripped):
ιμονια
IDX:
18375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18376
Key:
ῑ̔μονιᾱ́

Data

{'headword_display': '<b>ῑ̔μονιᾱ́</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ῑ̔μονιᾱ́</HL><Infl>ᾶς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ῑ̔μάω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>well-rope<Expl>fig.ref. to a long turd</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ῑ̔μονιᾱ́'}