Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ῑ̔ματῑδάριον
ῑ̔ματῑ́διον
ῑ̔ματίζω
ῑ̔μάτιον
ῑ̔ματιουργικός
ῑ̔ματισμός
ῑ̔μάω
ῑ̔μείρω
ἴμεν
ῑ̔μεράμπυξ
ῑ̔μερόγυιος
ῑ̔μερόεις
ῑ̔́μερος
ῑ̔μερόφωνος
ῑ̓μέρρω
ῑ̔μερτός
ῑ̔μονιᾱ́
ῑ̔μονιοστρόφος
ἵν
ἵνα
Ῑ̓́ναχος
View word page
ῑ̔μερό-γυιος
ῑ̔μερόγυιοςονadjγυῖα of a womanwith lovely limbsB.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ῑ̔μερόγυιος
Headword (normalized):
ῑ̔μερόγυιος
Headword (normalized/stripped):
ιμερογυιος
IDX:
18369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18370
Key:
ῑ̔μερόγυιος

Data

{'headword_display': '<b>ῑ̔μερό-γυιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ῑ̔μερό<hyph/>γυιος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>γυῖα</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a woman</Indic><Tr>with lovely limbs</Tr><Au>B.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ῑ̔μερόγυιος'}