Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἱμάσθλη
ἱμάσσω
ῑ̔ματῑδάριον
ῑ̔ματῑ́διον
ῑ̔ματίζω
ῑ̔μάτιον
ῑ̔ματιουργικός
ῑ̔ματισμός
ῑ̔μάω
ῑ̔μείρω
ἴμεν
ῑ̔μεράμπυξ
ῑ̔μερόγυιος
ῑ̔μερόεις
ῑ̔́μερος
ῑ̔μερόφωνος
ῑ̓μέρρω
ῑ̔μερτός
ῑ̔μονιᾱ́
ῑ̔μονιοστρόφος
ἵν
View word page
ἴμεν1
ἴμεν11pl.ἴμεν2ἴμεναιep.infs.seeεἶμι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἴμεν
Headword (normalized):
ἴμεν
Headword (normalized/stripped):
ιμεν
IDX:
18367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18368
Key:
ἴμεν_1

Data

{'headword_display': '<b>ἴμεν</b><sup>1</sup>', 'content': '<XE><RefFm>ἴμεν<Hm>1</Hm><LblR>1pl.</LblR></RefFm><RefFm>ἴμεν<Hm>2</Hm><and/>ἴμεναι<LblR>ep.infs.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>εἶμι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἴμεν_1'}