Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἱμάντινος
ἱμαντώδης
ἱμᾱ́ς
ἱμάσθλη
ἱμάσσω
ῑ̔ματῑδάριον
ῑ̔ματῑ́διον
ῑ̔ματίζω
ῑ̔μάτιον
ῑ̔ματιουργικός
ῑ̔ματισμός
ῑ̔μάω
ῑ̔μείρω
ἴμεν
ῑ̔μεράμπυξ
ῑ̔μερόγυιος
ῑ̔μερόεις
ῑ̔́μερος
ῑ̔μερόφωνος
ῑ̓μέρρω
ῑ̔μερτός
View word page
ῑ̔ματισμός
ῑ̔ματισμόςοῦmῑ̔ματίζω set of clothes, outfitThphr. Plb. NT. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ῑ̔ματισμός
Headword (normalized):
ῑ̔ματισμός
Headword (normalized/stripped):
ιματισμος
IDX:
18364
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18365
Key:
ῑ̔ματισμός

Data

{'headword_display': '<b>ῑ̔ματισμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ῑ̔ματισμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>ῑ̔ματίζω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>set of clothes, outfit</Tr><Au>Thphr. Plb. NT. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ῑ̔ματισμός'}