Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἱμαῖος
ἱμάντινος
ἱμαντώδης
ἱμᾱ́ς
ἱμάσθλη
ἱμάσσω
ῑ̔ματῑδάριον
ῑ̔ματῑ́διον
ῑ̔ματίζω
ῑ̔μάτιον
ῑ̔ματιουργικός
ῑ̔ματισμός
ῑ̔μάω
ῑ̔μείρω
ἴμεν
ῑ̔μεράμπυξ
ῑ̔μερόγυιος
ῑ̔μερόεις
ῑ̔́μερος
ῑ̔μερόφωνος
ῑ̓μέρρω
View word page
ῑ̔ματιουργικός
ῑ̔ματιουργικόςή όνadjἔργον of or relating to making clothesfem.sb.art of clothes-makingPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ῑ̔ματιουργικός
Headword (normalized):
ῑ̔ματιουργικός
Headword (normalized/stripped):
ιματιουργικος
IDX:
18363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18364
Key:
ῑ̔ματιουργικός

Data

{'headword_display': '<b>ῑ̔ματιουργικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ῑ̔ματιουργικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἔργον</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>of or relating to making clothes</Def><SGrm><GLbl>fem.sb.</GLbl><Def>art of clothes-making</Def><Au>Pl.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'ῑ̔ματιουργικός'}