Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Ἶλος
ῑ̓λυόεις
ῑ̓λῡός
ῑ̓λῡ́ς
ῑ̓λυσπάομαι
ῑ̓λυώδης
ἱμαῖος
ἱμάντινος
ἱμαντώδης
ἱμᾱ́ς
ἱμάσθλη
ἱμάσσω
ῑ̔ματῑδάριον
ῑ̔ματῑ́διον
ῑ̔ματίζω
ῑ̔μάτιον
ῑ̔ματιουργικός
ῑ̔ματισμός
ῑ̔μάω
ῑ̔μείρω
ἴμεν
View word page
ἱμάσθλη
ἱμάσθληηςfἱμάσσω whipfor controlling horsesHom. AR.

ShortDef

the thong

Debugging

Headword:
ἱμάσθλη
Headword (normalized):
ἱμάσθλη
Headword (normalized/stripped):
ιμασθλη
IDX:
18357
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18358
Key:
ἱμάσθλη

Data

{'headword_display': '<b>ἱμάσθλη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἱμάσθλη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>ἱμάσσω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>whip<Expl>for controlling horses</Expl></Tr><Au>Hom. AR.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἱμάσθλη'}