Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Ἰλλυριοί
ἴλλω
Ἶλος
ῑ̓λυόεις
ῑ̓λῡός
ῑ̓λῡ́ς
ῑ̓λυσπάομαι
ῑ̓λυώδης
ἱμαῖος
ἱμάντινος
ἱμαντώδης
ἱμᾱ́ς
ἱμάσθλη
ἱμάσσω
ῑ̔ματῑδάριον
ῑ̔ματῑ́διον
ῑ̔ματίζω
ῑ̔μάτιον
ῑ̔ματιουργικός
ῑ̔ματισμός
ῑ̔μάω
View word page
ἱμαντώδης
ἱμαντώδηςεςadj of the hair of proto-humanscord-like, stringyPl.

ShortDef

fibrous

Debugging

Headword:
ἱμαντώδης
Headword (normalized):
ἱμαντώδης
Headword (normalized/stripped):
ιμαντωδης
IDX:
18355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18356
Key:
ἱμαντώδης

Data

{'headword_display': '<b>ἱμαντώδης</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἱμαντώδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of the hair of proto-humans</Indic><Tr>cord-like, stringy</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἱμαντώδης'}