Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἰλλός
Ἰλλυριοί
ἴλλω
Ἶλος
ῑ̓λυόεις
ῑ̓λῡός
ῑ̓λῡ́ς
ῑ̓λυσπάομαι
ῑ̓λυώδης
ἱμαῖος
ἱμάντινος
ἱμαντώδης
ἱμᾱ́ς
ἱμάσθλη
ἱμάσσω
ῑ̔ματῑδάριον
ῑ̔ματῑ́διον
ῑ̔ματίζω
ῑ̔μάτιον
ῑ̔ματιουργικός
ῑ̔ματισμός
View word page
ἱμάντινος
ἱμάντινοςη ονadjἱμᾱ́ς of tassels on cloaksmade from thongsHdt.

ShortDef

of leathern thongs

Debugging

Headword:
ἱμάντινος
Headword (normalized):
ἱμάντινος
Headword (normalized/stripped):
ιμαντινος
IDX:
18354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18355
Key:
ἱμάντινος

Data

{'headword_display': '<b>ἱμάντινος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἱμάντινος</HL><Infl>η ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἱμᾱ́ς</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of tassels on cloaks</Indic><Tr>made from thongs</Tr><Au>Hdt.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἱμάντινος'}