Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αὐτοκασιγνήτη
αὐτοκασίγνητος
αὐτοκέλευστος
αὐτοκελής
αὐτόκλητος
αὐτόκομος
αὐτοκρατής
αὐτοκρατορικῶς
αὐτοκράτωρ
αὐτόκτιτος
αὐτοκτονέω
αὐτοκτόνος
αὐτόκωλος
αὐτόκωπος
αὐτολήκυθος
αὐτόμαρτυς
αὐτοματίζω
αὐτόματος
αὐτομήτωρ
αὐτομολέω
αὐτομολίᾱ
View word page
αὐτοκτονέω
αὐτοκτονέωcontr.vbαὐτοκτόνος be a killer of one's kinS.

ShortDef

to slay one another

Debugging

Headword:
αὐτοκτονέω
Headword (normalized):
αὐτοκτονέω
Headword (normalized/stripped):
αυτοκτονεω
IDX:
1834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1835
Key:
αὐτοκτονέω

Data

{'headword_display': '<b>αὐτοκτονέω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>αὐτοκτονέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>αὐτοκτόνος</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>be a killer of one's kin</Tr><Au>S.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'αὐτοκτονέω'}