Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ῑ̔λήκω
ῑ̔́λημι
Ῑ̓λιάδαι
Ῑ̄̓λιάς
ῑ̓λιγγιάω
Ῑ̓́λιος
Ῑ̓λιοπόρος
Ῑ̓λισσός
ἱλλάεις
ἰλλάς
ἴλλομαι
ἰλλός
Ἰλλυριοί
ἴλλω
Ἶλος
ῑ̓λυόεις
ῑ̓λῡός
ῑ̓λῡ́ς
ῑ̓λυσπάομαι
ῑ̓λυώδης
ἱμαῖος
View word page
ἴλλομαι
ἴλλομαιpass.vbsee underεἰλέω1

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἴλλομαι
Headword (normalized):
ἴλλομαι
Headword (normalized/stripped):
ιλλομαι
IDX:
18343
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18344
Key:
ἴλλομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἴλλομαι</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἴλλομαι</HL><PS>pass.vb</PS></HG><XR>see under<Ref>εἰλέω<Hm>1</Hm></Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἴλλομαι'}