Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αὐτόιππος
αὑτοῖς
αὐτοκάβδαλος
αὐτοκασιγνήτη
αὐτοκασίγνητος
αὐτοκέλευστος
αὐτοκελής
αὐτόκλητος
αὐτόκομος
αὐτοκρατής
αὐτοκρατορικῶς
αὐτοκράτωρ
αὐτόκτιτος
αὐτοκτονέω
αὐτοκτόνος
αὐτόκωλος
αὐτόκωπος
αὐτολήκυθος
αὐτόμαρτυς
αὐτοματίζω
αὐτόματος
View word page
αὐτοκρατορικῶς
αὐτοκρατορικῶςadvαὐτοκράτωρ in the manner of a supreme rulerPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
αὐτοκρατορικῶς
Headword (normalized):
αὐτοκρατορικῶς
Headword (normalized/stripped):
αυτοκρατορικως
IDX:
1831
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1832
Key:
αὐτοκρατορικῶς

Data

{'headword_display': '<b>αὐτοκρατορικῶς</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>αὐτοκρατορικῶς</HL><PS>adv</PS><Ety><Ref>αὐτοκράτωρ</Ref></Ety></vHG> <advS1><Tr>in the manner of a supreme ruler</Tr><Au>Plu.</Au></advS1></AdvE>', 'key': 'αὐτοκρατορικῶς'}