Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
ἴκμενος
ἴκμιος
ἱκνέομαι
ἴκρια
ἱκταῖος
ἴκταρ
ἱκτήρ
ἱκτήριος
ἰκτῖνος
ἴκτις
ἷκτο
ἵκτωρ
ῑ̔́κω
ῑ̓́λᾱ
ῑ̓λαδόν
ῑ̔́λαθι
ἵλαμαι
ῑ̔́λαος
ἱλαρός
ἱλαρότης
ῑ̓λάρχης
View word page
ἷκτο
ἷκτο
3sg.athem.aor.mid.
see
ἱκνέομαι
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἷκτο
Headword (normalized):
ἷκτο
Headword (normalized/stripped):
ικτο
IDX:
18312
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18313
Key:
ἷκτο
Data
{'headword_display': '<b>ἷκτο</b>', 'content': '<XE><RefFm>ἷκτο<LblR>3sg.athem.aor.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>ἱκνέομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἷκτο'}