Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἰκμαίνομαι
ἰκμαῖος
ἰκμάς
ἴκμενος
ἴκμιος
ἱκνέομαι
ἴκρια
ἱκταῖος
ἴκταρ
ἱκτήρ
ἱκτήριος
ἰκτῖνος
ἴκτις
ἷκτο
ἵκτωρ
ῑ̔́κω
ῑ̓́λᾱ
ῑ̓λαδόν
ῑ̔́λαθι
ἵλαμαι
ῑ̔́λαος
View word page
ἱκτήριος
ἱκτήριοςadjseeἱκετήριος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἱκτήριος
Headword (normalized):
ἱκτήριος
Headword (normalized/stripped):
ικτηριος
IDX:
18309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18310
Key:
ἱκτήριος

Data

{'headword_display': '<b>ἱκτήριος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἱκτήριος</HL><PS>adj</PS></HG><XR>see<Ref>ἱκετήριος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἱκτήριος'}