Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἱκέτευμα
ἱκετεύω
ἱκετήριος
ἱκέτης
ἱκετήσιος
ἵκηαι
ἰκμαίνομαι
ἰκμαῖος
ἰκμάς
ἴκμενος
ἴκμιος
ἱκνέομαι
ἴκρια
ἱκταῖος
ἴκταρ
ἱκτήρ
ἱκτήριος
ἰκτῖνος
ἴκτις
ἷκτο
ἵκτωρ
View word page
ἴκμιος
ἴκμιοςmasc.adjseeἰκμαῖος

ShortDef

moist

Debugging

Headword:
ἴκμιος
Headword (normalized):
ἴκμιος
Headword (normalized/stripped):
ικμιος
IDX:
18303
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18304
Key:
ἴκμιος

Data

{'headword_display': '<b>ἴκμιος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἴκμιος</HL><PS>masc.adj</PS></HG><XR>see<Ref>ἰκμαῖος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἴκμιος'}