Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἴκελος
ἱκέσθαι
ἱκεσίᾱ
ἱκέσιος
ἱκετᾱδόκος
ἱκετείᾱ
ἱκέτευμα
ἱκετεύω
ἱκετήριος
ἱκέτης
ἱκετήσιος
ἵκηαι
ἰκμαίνομαι
ἰκμαῖος
ἰκμάς
ἴκμενος
ἴκμιος
ἱκνέομαι
ἴκρια
ἱκταῖος
ἴκταρ
View word page
ἱκετήσιος
ἱκετήσιοςουmasc.adj epith. of Zeusof suppliantsOd.

ShortDef

tutelary god of suppliants

Debugging

Headword:
ἱκετήσιος
Headword (normalized):
ἱκετήσιος
Headword (normalized/stripped):
ικετησιος
IDX:
18297
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18298
Key:
ἱκετήσιος

Data

{'headword_display': '<b>ἱκετήσιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἱκετήσιος</HL><Infl>ου</Infl><PS>masc.adj</PS></HG> <aS1><Indic>epith. of Zeus</Indic><Tr>of suppliants</Tr><Au>Od.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἱκετήσιος'}