Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αὐτοδιπλάσιον
αὐτοέκαστον
αὐτοέντης
αὐτόετες
αὐτόθεν
αὐτόθι
αὐτόιππος
αὑτοῖς
αὐτοκάβδαλος
αὐτοκασιγνήτη
αὐτοκασίγνητος
αὐτοκέλευστος
αὐτοκελής
αὐτόκλητος
αὐτόκομος
αὐτοκρατής
αὐτοκρατορικῶς
αὐτοκράτωρ
αὐτόκτιτος
αὐτοκτονέω
αὐτοκτόνος
View word page
αὐτο-κασίγνητος
αὐτοκασίγνητοςουm one's very own brotherIl. hHom. AR. Mosch.

ShortDef

an own brother

Debugging

Headword:
αὐτοκασίγνητος
Headword (normalized):
αὐτοκασίγνητος
Headword (normalized/stripped):
αυτοκασιγνητος
IDX:
1825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1826
Key:
αὐτοκασίγνητος

Data

{'headword_display': '<b>αὐτο-κασίγνητος</b>', 'content': "<NE><HG><HL>αὐτο<hyph/>κασίγνητος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>one's very own brother</Tr><Au>Il. hHom. AR. Mosch.</Au></nS1></NE>", 'key': 'αὐτοκασίγνητος'}