Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἱεροπρεπής
ἱερός
Ἱεροσόλυμα
ἱεροσῡλέω
ἱεροσῡλίᾱ
ἱερόσῡλος
ἱερουργέω
ἱερουργίᾱ
ἱεροφάντης
ἱεροφαντίᾱ
ἱεροφαντικός
ἱερόω
ἱερωσύνη
ῑ̔́εσαν
ἱζάνω
ἵζω
ἰή
ἰή
ἴῃ
ἰήιος
ἴηλα
View word page
ἱεροφαντικός
ἱεροφαντικόςόνadj of or belonging to the pontifex maximusof bookspontificalPlu.

ShortDef

of a hierophant

Debugging

Headword:
ἱεροφαντικός
Headword (normalized):
ἱεροφαντικός
Headword (normalized/stripped):
ιεροφαντικος
IDX:
18236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18237
Key:
ἱεροφαντικός

Data

{'headword_display': '<b>ἱεροφαντικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἱεροφαντικός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Def>of or belonging to the <ital>pontifex maximus</ital></Def><aS2><Indic>of books</Indic><Tr>pontifical</Tr><Au>Plu.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'ἱεροφαντικός'}