Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἱερήιον
ἱερόδακρυς
ἱεροδόκος
ἱερόθυτος
ἱεροκαλλίνῑκος
ἱεροκῆρυξ
ἱερομηνίᾱ
ἱερομνημονέω
ἱερομνήμων
ἱερόν
ἱεροποιέω
ἱεροποιός
ἱεροπρεπής
ἱερός
Ἱεροσόλυμα
ἱεροσῡλέω
ἱεροσῡλίᾱ
ἱερόσῡλος
ἱερουργέω
ἱερουργίᾱ
ἱεροφάντης
View word page
ἱεροποιέω
ἱεροποιέωcontr.vbἱεροποιός perform sacred ritesserve as a sacrificial officerAntipho Pl. D. Arist.

ShortDef

to offer sacrifices, to sacrifice

Debugging

Headword:
ἱεροποιέω
Headword (normalized):
ἱεροποιέω
Headword (normalized/stripped):
ιεροποιεω
IDX:
18224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18225
Key:
ἱεροποιέω

Data

{'headword_display': '<b>ἱεροποιέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἱεροποιέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>ἱεροποιός</Ref></Ety></vHG> <vS1><Def>perform sacred rites</Def><Tr>serve as a sacrificial officer</Tr><Au>Antipho Pl. D. Arist.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἱεροποιέω'}