Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἰδιογονίᾱ
ἰδιοθηρευτική
ἰδιοθηρίᾱ
ἰδιόμορφος
ἰδιόομαι
ἰδιοπρᾱγέω
ἰδιοπρᾱγίᾱ
ἴδιος
ἰδιόστολος
ἰδιότης
ἰδιοτρόφος
ῑ̓δίω
ἰδίωμα
ἰδίωσις
ἰδιωτείᾱ
ἰδιωτεύω
ἰδιώτης
ἰδιωτικός
ἴδμεν
ἰδμοσύνη
ἰδνόομαι
View word page
ἰδιο-τρόφος
ἰδιοτρόφοςονadjτρέφω looking after individual animalsPl.

ShortDef

feeding individuals

Debugging

Headword:
ἰδιοτρόφος
Headword (normalized):
ἰδιοτρόφος
Headword (normalized/stripped):
ιδιοτροφος
IDX:
18170
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18171
Key:
ἰδιοτρόφος

Data

{'headword_display': '<b>ἰδιο-τρόφος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἰδιο<hyph/>τρόφος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τρέφω</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>looking after individual animals</Tr><Au>Pl.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἰδιοτρόφος'}