Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἰδιογνώμων
ἰδιογονίᾱ
ἰδιοθηρευτική
ἰδιοθηρίᾱ
ἰδιόμορφος
ἰδιόομαι
ἰδιοπρᾱγέω
ἰδιοπρᾱγίᾱ
ἴδιος
ἰδιόστολος
ἰδιότης
ἰδιοτρόφος
ῑ̓δίω
ἰδίωμα
ἰδίωσις
ἰδιωτείᾱ
ἰδιωτεύω
ἰδιώτης
ἰδιωτικός
ἴδμεν
ἰδμοσύνη
View word page
ἰδιότης
ἰδιότηςητοςf distinctivespecific characterqualityof objects, places, ways of behavingPl. X. Plb.

ShortDef

peculiar nature, property

Debugging

Headword:
ἰδιότης
Headword (normalized):
ἰδιότης
Headword (normalized/stripped):
ιδιοτης
IDX:
18169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18170
Key:
ἰδιότης

Data

{'headword_display': '<b>ἰδιότης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἰδιότης</HL><Infl>ητος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>distinctive<or/>specific character<or/>quality<Expl>of objects, places, ways of behaving</Expl></Tr><Au>Pl. X. Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἰδιότης'}