Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἰδίᾳ
ἰδιοβουλέω
ἰδιογενής
ἰδιογνώμων
ἰδιογονίᾱ
ἰδιοθηρευτική
ἰδιοθηρίᾱ
ἰδιόμορφος
ἰδιόομαι
ἰδιοπρᾱγέω
ἰδιοπρᾱγίᾱ
ἴδιος
ἰδιόστολος
ἰδιότης
ἰδιοτρόφος
ῑ̓δίω
ἰδίωμα
ἰδίωσις
ἰδιωτείᾱ
ἰδιωτεύω
ἰδιώτης
View word page
ἰδιοπρᾱγίᾱ
ἰδιοπρᾱγίᾱᾱςf pursuit of one's own interestsPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἰδιοπρᾱγίᾱ
Headword (normalized):
ἰδιοπρᾱγίᾱ
Headword (normalized/stripped):
ιδιοπραγια
IDX:
18166
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18167
Key:
ἰδιοπρᾱγίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ἰδιοπρᾱγίᾱ</b>', 'content': "<NE><HG><HL>ἰδιοπρᾱγίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>pursuit of one's own interests</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>", 'key': 'ἰδιοπρᾱγίᾱ'}