Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Ῑ̓́δη
ἰδίᾳ
ἰδιοβουλέω
ἰδιογενής
ἰδιογνώμων
ἰδιογονίᾱ
ἰδιοθηρευτική
ἰδιοθηρίᾱ
ἰδιόμορφος
ἰδιόομαι
ἰδιοπρᾱγέω
ἰδιοπρᾱγίᾱ
ἴδιος
ἰδιόστολος
ἰδιότης
ἰδιοτρόφος
ῑ̓δίω
ἰδίωμα
ἰδίωσις
ἰδιωτείᾱ
ἰδιωτεύω
View word page
ἰδιοπρᾱγέω
ἰδιοπρᾱγέωcontr.vbπρᾱ́σσω of a soldieract on one's own initiativePlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἰδιοπρᾱγέω
Headword (normalized):
ἰδιοπρᾱγέω
Headword (normalized/stripped):
ιδιοπραγεω
IDX:
18165
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18166
Key:
ἰδιοπρᾱγέω

Data

{'headword_display': '<b>ἰδιοπρᾱγέω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>ἰδιοπρᾱγέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>πρᾱ́σσω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of a soldier</Indic><Tr>act on one's own initiative</Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'ἰδιοπρᾱγέω'}