Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ῑ̓́δη
Ῑ̓́δη
ἰδίᾳ
ἰδιοβουλέω
ἰδιογενής
ἰδιογνώμων
ἰδιογονίᾱ
ἰδιοθηρευτική
ἰδιοθηρίᾱ
ἰδιόμορφος
ἰδιόομαι
ἰδιοπρᾱγέω
ἰδιοπρᾱγίᾱ
ἴδιος
ἰδιόστολος
ἰδιότης
ἰδιοτρόφος
ῑ̓δίω
ἰδίωμα
ἰδίωσις
ἰδιωτείᾱ
View word page
ἰδιόομαι
ἰδιόομαιmid.contr.vb make one's ownappropriateland, houses, moneyPl.

ShortDef

to appropriate to oneself

Debugging

Headword:
ἰδιόομαι
Headword (normalized):
ἰδιόομαι
Headword (normalized/stripped):
ιδιοομαι
IDX:
18164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18165
Key:
ἰδιόομαι

Data

{'headword_display': '<b>ἰδιόομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>ἰδιόομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Def>make one's own</Def><Tr>appropriate</Tr><Obj>land, houses, money<Au>Pl.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'ἰδιόομαι'}