Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἰδεῖν
ῑ̓́δη
Ῑ̓́δη
ἰδίᾳ
ἰδιοβουλέω
ἰδιογενής
ἰδιογνώμων
ἰδιογονίᾱ
ἰδιοθηρευτική
ἰδιοθηρίᾱ
ἰδιόμορφος
ἰδιόομαι
ἰδιοπρᾱγέω
ἰδιοπρᾱγίᾱ
ἴδιος
ἰδιόστολος
ἰδιότης
ἰδιοτρόφος
ῑ̓δίω
ἰδίωμα
ἰδίωσις
View word page
ἰδιό-μορφος
ἰδιόμορφοςονadjμορφή of imitation animal headsof peculiar formPlu.

ShortDef

of peculiar form

Debugging

Headword:
ἰδιόμορφος
Headword (normalized):
ἰδιόμορφος
Headword (normalized/stripped):
ιδιομορφος
IDX:
18163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18164
Key:
ἰδιόμορφος

Data

{'headword_display': '<b>ἰδιό-μορφος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἰδιό<hyph/>μορφος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μορφή</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of imitation animal heads</Indic><Tr>of peculiar form</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἰδιόμορφος'}