Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἴδε
ἰδέᾱ
ἰδεῖν
ῑ̓́δη
Ῑ̓́δη
ἰδίᾳ
ἰδιοβουλέω
ἰδιογενής
ἰδιογνώμων
ἰδιογονίᾱ
ἰδιοθηρευτική
ἰδιοθηρίᾱ
ἰδιόμορφος
ἰδιόομαι
ἰδιοπρᾱγέω
ἰδιοπρᾱγίᾱ
ἴδιος
ἰδιόστολος
ἰδιότης
ἰδιοτρόφος
ῑ̓δίω
View word page
ἰδιο-θηρευτική
ἰδιοθηρευτικήῆςf practice of hunting alonePl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἰδιοθηρευτική
Headword (normalized):
ἰδιοθηρευτική
Headword (normalized/stripped):
ιδιοθηρευτικη
IDX:
18161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18162
Key:
ἰδιοθηρευτική

Data

{'headword_display': '<b>ἰδιο-θηρευτική</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἰδιο<hyph/>θηρευτική</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>practice of hunting alone</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἰδιοθηρευτική'}