Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἰδέ
ἴδε
ἰδέᾱ
ἰδεῖν
ῑ̓́δη
Ῑ̓́δη
ἰδίᾳ
ἰδιοβουλέω
ἰδιογενής
ἰδιογνώμων
ἰδιογονίᾱ
ἰδιοθηρευτική
ἰδιοθηρίᾱ
ἰδιόμορφος
ἰδιόομαι
ἰδιοπρᾱγέω
ἰδιοπρᾱγίᾱ
ἴδιος
ἰδιόστολος
ἰδιότης
ἰδιοτρόφος
View word page
ἰδιογονίᾱ
ἰδιογονίᾱᾱςfγονή practice of mating with one's own kindabsence of interbreedingPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἰδιογονίᾱ
Headword (normalized):
ἰδιογονίᾱ
Headword (normalized/stripped):
ιδιογονια
IDX:
18160
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18161
Key:
ἰδιογονίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>ἰδιογονίᾱ</b>', 'content': "<NE><HG><HL>ἰδιογονίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>γονή</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>practice of mating with one's own kind</Def><Tr>absence of interbreeding</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>", 'key': 'ἰδιογονίᾱ'}