Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ῑ̓δάλιμος
ἰδανός
ἰδέ
ἰδέ
ἴδε
ἰδέᾱ
ἰδεῖν
ῑ̓́δη
Ῑ̓́δη
ἰδίᾳ
ἰδιοβουλέω
ἰδιογενής
ἰδιογνώμων
ἰδιογονίᾱ
ἰδιοθηρευτική
ἰδιοθηρίᾱ
ἰδιόμορφος
ἰδιόομαι
ἰδιοπρᾱγέω
ἰδιοπρᾱγίᾱ
ἴδιος
View word page
ἰδιοβουλέω
ἰδιοβουλέωIon.contr.vbἴδιοςβουλή be self-willedHdt.

ShortDef

to follow one's own counsel, take one's own way

Debugging

Headword:
ἰδιοβουλέω
Headword (normalized):
ἰδιοβουλέω
Headword (normalized/stripped):
ιδιοβουλεω
IDX:
18157
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18158
Key:
ἰδιοβουλέω

Data

{'headword_display': '<b>ἰδιοβουλέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>ἰδιοβουλέω</HL><PS>Ion.contr.vb</PS><Ety><Ref>ἴδιος</Ref><Ref>βουλή</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>be self-willed</Tr><Au>Hdt.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'ἰδιοβουλέω'}