Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἰαλτός
ἴᾱμα
ἰαμβεῖος
ἰαμβειοφάγος
ἰαμβίζω
ἰαμβικός
ἰαμβοποιέω
ἰαμβοποιός
ἴαμβος
ἰάνθην
ἰανογλέφαρος
Ἰᾱ́νων
ἰᾱ́ομαι
Ἰᾱοναῦ
Ἰᾱ́ονες
Ἰᾱονίη
ἰάπτω
ἱαρεῖον
ἱαρός
ῑ̔αρόφωνος
Ἰάς
View word page
ἰανο-γλέφαρος
ἰανογλέφαροςονdial.adjperh.ἴον;βλέφαρον of young womenapp.dark-eyedAlcm.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἰανογλέφαρος
Headword (normalized):
ἰανογλέφαρος
Headword (normalized/stripped):
ιανογλεφαρος
IDX:
18100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18101
Key:
ἰανογλέφαρος

Data

{'headword_display': '<b>ἰανο-γλέφαρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἰανο<hyph/>γλέφαρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>dial.adj</PS><Ety>perh.<Ref>ἴον</Ref>;<Ref>βλέφαρον</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of young women</Indic><Qualif>app.</Qualif><Tr>dark-eyed</Tr><Au>Alcm.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἰανογλέφαρος'}