Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἰαιβοῖ
ἰαίνω
Ἴακχος
ἰᾱ́λεμος
ἰάλλω
ἰαλτός
ἴᾱμα
ἰαμβεῖος
ἰαμβειοφάγος
ἰαμβίζω
ἰαμβικός
ἰαμβοποιέω
ἰαμβοποιός
ἴαμβος
ἰάνθην
ἰανογλέφαρος
Ἰᾱ́νων
ἰᾱ́ομαι
Ἰᾱοναῦ
Ἰᾱ́ονες
Ἰᾱονίη
View word page
ἰαμβικός
ἰαμβικόςή όνadj of a poetic formiambic, lampooningArist.

ShortDef

iambic

Debugging

Headword:
ἰαμβικός
Headword (normalized):
ἰαμβικός
Headword (normalized/stripped):
ιαμβικος
IDX:
18095
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18096
Key:
ἰαμβικός

Data

{'headword_display': '<b>ἰαμβικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἰαμβικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a poetic form</Indic><Tr>iambic, lampooning</Tr><Au>Arist.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἰαμβικός'}