Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γωρῡτός
ῑ̓ά
ἰᾱ́
ἴα
ἰαί
ἰαιβοῖ
ἰαίνω
Ἴακχος
ἰᾱ́λεμος
ἰάλλω
ἰαλτός
ἴᾱμα
ἰαμβεῖος
ἰαμβειοφάγος
ἰαμβίζω
ἰαμβικός
ἰαμβοποιέω
ἰαμβοποιός
ἴαμβος
ἰάνθην
ἰανογλέφαρος
View word page
ἰαλτός
ἰαλτόςή όνadj of servantssent outfr. a houseA.

ShortDef

sent forth

Debugging

Headword:
ἰαλτός
Headword (normalized):
ἰαλτός
Headword (normalized/stripped):
ιαλτος
IDX:
18090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18091
Key:
ἰαλτός

Data

{'headword_display': '<b>ἰαλτός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>ἰαλτός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of servants</Indic><Tr>sent out<Expl>fr. a house</Expl></Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'ἰαλτός'}