Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

αὐτόβουλος
αὐτογενής
αὐτογέννητος
αὐτογνωμονέω
αὐτογνώμων
αὐτόγνωτος
αὐτογραμμή
αὐτόγραφος
αὐτόγυος
αὐτοδαής
αὐτοδάικτος
αὐτοδάξ
αὐτόδεκα
αὐτόδηλος
αὐτοδίδακτος
αὐτόδικος
αὐτόδιον
αὐτοδιπλάσιον
αὐτοέκαστον
αὐτοέντης
αὐτόετες
View word page
αὐτο-δάικτος
αὐτοδάικτοςονadjδαΐζω slain by one's kinA.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
αὐτοδάικτος
Headword (normalized):
αὐτοδάικτος
Headword (normalized/stripped):
αυτοδαικτος
IDX:
1808
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-1809
Key:
αὐτοδάικτος

Data

{'headword_display': '<b>αὐτο-δάικτος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>αὐτο<hyph/>δάικτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δαΐζω</Ref></Ety></HG> <aS1><Tr>slain by one's kin</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>", 'key': 'αὐτοδάικτος'}