Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γωνιασμοί
γωνιώδης
γωρῡτός
ῑ̓ά
ἰᾱ́
ἴα
ἰαί
ἰαιβοῖ
ἰαίνω
Ἴακχος
ἰᾱ́λεμος
ἰάλλω
ἰαλτός
ἴᾱμα
ἰαμβεῖος
ἰαμβειοφάγος
ἰαμβίζω
ἰαμβικός
ἰαμβοποιέω
ἰαμβοποιός
ἴαμβος
View word page
ἰᾱ́λεμος
ἰᾱ́λεμοςdial.mseeἰήλεμος

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἰᾱ́λεμος
Headword (normalized):
ἰᾱ́λεμος
Headword (normalized/stripped):
ιαλεμος
IDX:
18088
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18089
Key:
ἰᾱ́λεμος

Data

{'headword_display': '<b>ἰᾱ́λεμος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἰᾱ́λεμος</HL><PS>dial.m</PS></HG><XR>see<Ref>ἰήλεμος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἰᾱ́λεμος'}