Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γῦρος
γῡ́ψ
γύψος
γυψόω
γῶν
γωνάζομαι
γώνατα
γωνίᾱ
γωνιασμοί
γωνιώδης
γωρῡτός
ῑ̓ά
ἰᾱ́
ἴα
ἰαί
ἰαιβοῖ
ἰαίνω
Ἴακχος
ἰᾱ́λεμος
ἰάλλω
ἰαλτός
View word page
γωρῡτός
γωρῡτόςοῦm bow-caseOd.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γωρῡτός
Headword (normalized):
γωρῡτός
Headword (normalized/stripped):
γωρυτος
IDX:
18080
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18081
Key:
γωρῡτός

Data

{'headword_display': '<b>γωρῡτός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>γωρῡτός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>bow-case</Tr><Au>Od.</Au> </nS1></NE>', 'key': 'γωρῡτός'}