Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γῡπάριον
γῡ́πη
γῡπιάς
γυρῖνος
γῡρός
γῦρος
γῡ́ψ
γύψος
γυψόω
γῶν
γωνάζομαι
γώνατα
γωνίᾱ
γωνιασμοί
γωνιώδης
γωρῡτός
ῑ̓ά
ἰᾱ́
ἴα
ἰαί
ἰαιβοῖ
View word page
γωνάζομαι
γωνάζομαιdial.mid.vbseeγουνάζομαι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γωνάζομαι
Headword (normalized):
γωνάζομαι
Headword (normalized/stripped):
γωναζομαι
IDX:
18075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18076
Key:
γωνάζομαι

Data

{'headword_display': '<b>γωνάζομαι</b>', 'content': '<XE><HG><HL>γωνάζομαι</HL><PS>dial.mid.vb</PS></HG><XR>see<Ref>γουνάζομαι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'γωνάζομαι'}