Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γυναικοφυής
γυναικόφωνος
γυναικώδης
γυναικών
γυναικωνῖτις
γυναιμανής
γύναιος
γυνή
γύννις
γῡπάριον
γῡ́πη
γῡπιάς
γυρῖνος
γῡρός
γῦρος
γῡ́ψ
γύψος
γυψόω
γῶν
γωνάζομαι
γώνατα
View word page
γῡ́πη
γῡ́πηηςf cavity, creviceref. to an underground hiding-placeCall.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γῡ́πη
Headword (normalized):
γῡ́πη
Headword (normalized/stripped):
γυπη
IDX:
18066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18067
Key:
γῡ́πη

Data

{'headword_display': '<b>γῡ́πη</b>', 'content': '<NE><HG><HL>γῡ́πη</HL><Infl>ης</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>cavity, crevice<Expl>ref. to an underground hiding-place</Expl></Tr><Au>Call.</Au> </nS1></NE>', 'key': 'γῡ́πη'}