Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γυναικονομίᾱ
γυναικονόμος
γυναικοπληθής
γυναικόποινος
γυναικοφίλᾱς
γυναικόφρων
γυναικοφυής
γυναικόφωνος
γυναικώδης
γυναικών
γυναικωνῖτις
γυναιμανής
γύναιος
γυνή
γύννις
γῡπάριον
γῡ́πη
γῡπιάς
γυρῖνος
γῡρός
γῦρος
View word page
γυναικωνῖτις
γυναικωνῖτιςιδοςf women's quartersLys. Ar. X. Plu.

ShortDef

the women's apartments

Debugging

Headword:
γυναικωνῖτις
Headword (normalized):
γυναικωνῖτις
Headword (normalized/stripped):
γυναικωνιτις
IDX:
18060
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18061
Key:
γυναικωνῖτις

Data

{'headword_display': '<b>γυναικωνῖτις</b>', 'content': "<NE><HG><HL>γυναικωνῖτις</HL><Infl>ιδος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>women's quarters</Tr><Au>Lys. Ar. X. Plu.</Au> </nS1></NE>", 'key': 'γυναικωνῖτις'}