Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γυναικόμορφος
γυναικονομίᾱ
γυναικονόμος
γυναικοπληθής
γυναικόποινος
γυναικοφίλᾱς
γυναικόφρων
γυναικοφυής
γυναικόφωνος
γυναικώδης
γυναικών
γυναικωνῖτις
γυναιμανής
γύναιος
γυνή
γύννις
γῡπάριον
γῡ́πη
γῡπιάς
γυρῖνος
γῡρός
View word page
γυναικών
γυναικώνῶνοςm women's quartersin a houseX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γυναικών
Headword (normalized):
γυναικών
Headword (normalized/stripped):
γυναικων
IDX:
18059
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18060
Key:
γυναικών

Data

{'headword_display': '<b>γυναικών</b>', 'content': "<NE><HG><HL>γυναικών</HL><Infl>ῶνος</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>women's quarters<Expl>in a house</Expl></Tr><Au>X.</Au> </nS1></NE>", 'key': 'γυναικών'}