Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γυναικόμῑμος
γυναικόμορφος
γυναικονομίᾱ
γυναικονόμος
γυναικοπληθής
γυναικόποινος
γυναικοφίλᾱς
γυναικόφρων
γυναικοφυής
γυναικόφωνος
γυναικώδης
γυναικών
γυναικωνῖτις
γυναιμανής
γύναιος
γυνή
γύννις
γῡπάριον
γῡ́πη
γῡπιάς
γυρῖνος
View word page
γυναικώδης
γυναικώδηςεςadj pejor., of a man, a man's attitudes or emotionswomanishPlb. Plu.

ShortDef

woman-like, womanish

Debugging

Headword:
γυναικώδης
Headword (normalized):
γυναικώδης
Headword (normalized/stripped):
γυναικωδης
IDX:
18058
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18059
Key:
γυναικώδης

Data

{'headword_display': '<b>γυναικώδης</b>', 'content': "<AE><HG><HL>γυναικώδης</HL><Infl>ες</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>pejor., of a man, a man's attitudes or emotions</Indic><Tr>womanish</Tr><Au>Plb. Plu.</Au> </aS1></AE>", 'key': 'γυναικώδης'}