Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γυναικομανέω
γυναικόμῑμος
γυναικόμορφος
γυναικονομίᾱ
γυναικονόμος
γυναικοπληθής
γυναικόποινος
γυναικοφίλᾱς
γυναικόφρων
γυναικοφυής
γυναικόφωνος
γυναικώδης
γυναικών
γυναικωνῖτις
γυναιμανής
γύναιος
γυνή
γύννις
γῡπάριον
γῡ́πη
γῡπιάς
View word page
γυναικό-φωνος
γυναικόφωνοςονadjφωνή of a manwith a woman's voiceAr.

ShortDef

'speaking small like a woman'

Debugging

Headword:
γυναικόφωνος
Headword (normalized):
γυναικόφωνος
Headword (normalized/stripped):
γυναικοφωνος
IDX:
18057
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18058
Key:
γυναικόφωνος

Data

{'headword_display': '<b>γυναικό-φωνος</b>', 'content': "<AE><HG><HL>γυναικό<hyph/>φωνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φωνή</Ref></Ety> </HG> <aS1><Indic>of a man</Indic><Tr>with a woman's voice</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>", 'key': 'γυναικόφωνος'}