Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γυναικοκρατίᾱ
γυναικομανέω
γυναικόμῑμος
γυναικόμορφος
γυναικονομίᾱ
γυναικονόμος
γυναικοπληθής
γυναικόποινος
γυναικοφίλᾱς
γυναικόφρων
γυναικοφυής
γυναικόφωνος
γυναικώδης
γυναικών
γυναικωνῖτις
γυναιμανής
γύναιος
γυνή
γύννις
γῡπάριον
γῡ́πη
View word page
γυναικο-φυής
γυναικοφυήςέςadjφυή of beingsof female natureformEmp.

ShortDef

female by nature

Debugging

Headword:
γυναικοφυής
Headword (normalized):
γυναικοφυής
Headword (normalized/stripped):
γυναικοφυης
IDX:
18056
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18057
Key:
γυναικοφυής

Data

{'headword_display': '<b>γυναικο-φυής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>γυναικο<hyph/>φυής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φυή</Ref></Ety> </HG> <aS1><Indic>of beings</Indic><Tr>of female nature<or/>form</Tr><Au>Emp.</Au> </aS1></AE>', 'key': 'γυναικοφυής'}