Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γυναικοθῡ́μως
γυναικοκρατέομαι
γυναικοκρατίᾱ
γυναικομανέω
γυναικόμῑμος
γυναικόμορφος
γυναικονομίᾱ
γυναικονόμος
γυναικοπληθής
γυναικόποινος
γυναικοφίλᾱς
γυναικόφρων
γυναικοφυής
γυναικόφωνος
γυναικώδης
γυναικών
γυναικωνῖτις
γυναιμανής
γύναιος
γυνή
γύννις
View word page
γυναικο-φίλᾱς
γυναικοφίλᾱςdial.mφιλέω lover of womenTheoc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
γυναικοφίλᾱς
Headword (normalized):
γυναικοφίλᾱς
Headword (normalized/stripped):
γυναικοφιλας
IDX:
18054
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18055
Key:
γυναικοφίλᾱς

Data

{'headword_display': '<b>γυναικο-φίλᾱς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>γυναικο<hyph/>φίλᾱς</HL><Infl>ᾱ</Infl><PS>dial.m</PS><Ety><Ref>φιλέω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>lover of women</Tr><Au>Theoc.</Au> </nS1></NE>', 'key': 'γυναικοφίλᾱς'}