Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γυναικογήρῡτος
γυναικοθῡ́μως
γυναικοκρατέομαι
γυναικοκρατίᾱ
γυναικομανέω
γυναικόμῑμος
γυναικόμορφος
γυναικονομίᾱ
γυναικονόμος
γυναικοπληθής
γυναικόποινος
γυναικοφίλᾱς
γυναικόφρων
γυναικοφυής
γυναικόφωνος
γυναικώδης
γυναικών
γυναικωνῖτις
γυναιμανής
γύναιος
γυνή
View word page
γυναικό-ποινος
γυναικόποινοςονadjποινή of a warfor vengeance over a womanA.

ShortDef

woman-avenging

Debugging

Headword:
γυναικόποινος
Headword (normalized):
γυναικόποινος
Headword (normalized/stripped):
γυναικοποινος
IDX:
18053
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18054
Key:
γυναικόποινος

Data

{'headword_display': '<b>γυναικό-ποινος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>γυναικό<hyph/>ποινος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ποινή</Ref></Ety> </HG> <aS1><Indic>of a war</Indic><Tr>for vengeance over a woman</Tr><Au>A.</Au> </aS1></AE>', 'key': 'γυναικόποινος'}