Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γυναικόβουλος
γυναικογήρῡτος
γυναικοθῡ́μως
γυναικοκρατέομαι
γυναικοκρατίᾱ
γυναικομανέω
γυναικόμῑμος
γυναικόμορφος
γυναικονομίᾱ
γυναικονόμος
γυναικοπληθής
γυναικόποινος
γυναικοφίλᾱς
γυναικόφρων
γυναικοφυής
γυναικόφωνος
γυναικώδης
γυναικών
γυναικωνῖτις
γυναιμανής
γύναιος
View word page
γυναικο-πληθής
γυναικοπληθήςέςadjπλῆθος of a gatheringcrowded with womenA. E.

ShortDef

full of women

Debugging

Headword:
γυναικοπληθής
Headword (normalized):
γυναικοπληθής
Headword (normalized/stripped):
γυναικοπληθης
IDX:
18052
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18053
Key:
γυναικοπληθής

Data

{'headword_display': '<b>γυναικο-πληθής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>γυναικο<hyph/>πληθής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πλῆθος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a gathering</Indic><Tr>crowded with women</Tr><Au>A. E.</Au> </aS1></AE>', 'key': 'γυναικοπληθής'}