Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γυναικισμός
γυναικόβουλος
γυναικογήρῡτος
γυναικοθῡ́μως
γυναικοκρατέομαι
γυναικοκρατίᾱ
γυναικομανέω
γυναικόμῑμος
γυναικόμορφος
γυναικονομίᾱ
γυναικονόμος
γυναικοπληθής
γυναικόποινος
γυναικοφίλᾱς
γυναικόφρων
γυναικοφυής
γυναικόφωνος
γυναικώδης
γυναικών
γυναικωνῖτις
γυναιμανής
View word page
γυναικο-νόμος
γυναικονόμοςουmνέμω official with responsibility for womenin a city-statewomen's officerArist. Plu.

ShortDef

to maintain good manners among the women

Debugging

Headword:
γυναικονόμος
Headword (normalized):
γυναικονόμος
Headword (normalized/stripped):
γυναικονομος
IDX:
18051
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18052
Key:
γυναικονόμος

Data

{'headword_display': '<b>γυναικο-νόμος</b>', 'content': "<NE><HG><HL>γυναικο<hyph/>νόμος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>νέμω</Ref></Ety> </HG> <nS1><Def>official with responsibility for women<Expl>in a city-state</Expl></Def><Tr>women's officer</Tr><Au>Arist. Plu.</Au> </nS1></NE>", 'key': 'γυναικονόμος'}