Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

γυνᾱ́
γυναικεῖος
γυναικίζω
γυναίκισις
γυναικισμός
γυναικόβουλος
γυναικογήρῡτος
γυναικοθῡ́μως
γυναικοκρατέομαι
γυναικοκρατίᾱ
γυναικομανέω
γυναικόμῑμος
γυναικόμορφος
γυναικονομίᾱ
γυναικονόμος
γυναικοπληθής
γυναικόποινος
γυναικοφίλᾱς
γυναικόφρων
γυναικοφυής
γυναικόφωνος
View word page
γυναικομανέω
γυναικομανέωcontr.vbreltd.μαίνομαι be mad about womenby modelling one's behaviour on them to an excessive degreeAr.

ShortDef

to be mad for women

Debugging

Headword:
γυναικομανέω
Headword (normalized):
γυναικομανέω
Headword (normalized/stripped):
γυναικομανεω
IDX:
18047
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-18048
Key:
γυναικομανέω

Data

{'headword_display': '<b>γυναικομανέω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>γυναικομανέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety>reltd.<Ref>μαίνομαι</Ref></Ety> </vHG> <vS1><Tr>be mad about women<Expl>by modelling one's behaviour on them to an excessive degree</Expl></Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'γυναικομανέω'}